κεραμευτής

κεραμευτής
κεραμευτής, ὁ (Α) [κεραμεύω]
ο κεραμέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”